συναπαλλάσσομαι

συναπαλλάσσομαι
Α
1. απαλλάσσομαι μαζί με κάποιον («συναπαλλαγήσεται... καὶ τοῡ μελασμοῡ», Γρηγ. Νύσσ.)
2. πεθαίνω μαζί με άλλον.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”